ἀκρωμίου

ἀκρωμίου
ἀκρώμιον
point of the shoulder
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλτέζικο — Ράτσα σκύλου, πανάρχαιας ιταλικής καταγωγής. Συγκεκριμένα, κατάγεται από τη Μάλτα (ο Πλίνιος, ο Στράβων και ο Κολουμέλλας τον ονομάζουν μελιταίον κύνα, Canis melitensis) αν και ορισμένοι επιστήμονες δεν συμφωνούν με αυτή την άποψη. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”